Οι εισβάλλουσες εξελίξεις επέβαλαν στα ζευγάρια να βιώσουν μια πρωτόγνωρη συνθήκη αποπλαισίωσης και οικογενειακής αρχιτεκτονικής. Στα πλαίσια της παρούσης χωροχρονικής συγκυρίας, πολλά ζευγάρια βρέθηκαν εγκλωβισμένα στα πάθη, τις φοβίες και τη σκοτεινή τους πραγματικότητα. Είναι η ίδια πραγματικότητα που το κοινωνικό κράτος, ως τρίτος παρατηρητής, άλλοτε εθελοτυφλούσε να αντιμετωπίσει ως υπηρέτης του κοινωνικού συνόλου και τώρα απρόσμενα καλείται να επιλύσει, καθότι η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας αποτελεί αδιαμφισβήτητα αξιόποινη πράξη.
Αναμφίβολα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σωρεία κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας, η οποία παρουσιάζει ανοδικά ανεξέλεγκτη πορεία. Είναι προφανές ότι η νεοφερθείσα κατάσταση έφερε στο φως υποβόσκουσες συνθήκες, χρόνιες ή πρόσκαιρες, για τις οποίες οι επόπτες του κράτους καλούνται να δράσουν ως θεραπευτές των φαινομένων «καραντίνας», η οποία ενδέχεται να επιφέρει σοβαρές ψυχικές επιπτώσεις. Παράλληλα, όμως, η απομόνωση ως αναγκαίο και απαραίτητο μέτρο για τη μείωση της εξάπλωσης του ιού, οδήγησε σε πρωτόγνωρες συνθήκες τους πλείστους συμπολίτες μας, καθώς τους απέκοψε απρόσμενα από συνήθειες και δραστηριότητες. Το αίσθημα φόβου, για το άγνωστο και το τι θα φέρει το αύριο, που πολλοί άνθρωποι ανάμεσά μας βιώνουν, διαφοροποίησε τις προτεραιότητες και έθεσε νέα πλαίσια, εξωτερικεύοντας με σαθρότητα βίαιες συμπεριφορές, οι οποίες εμπίπτουν στο φάσμα των νομικών ευθυνών.
Οι περιρρέουσες συνθήκες καλούν το κοινωνικό κράτος να προβεί στην ανίχνευση και αξιολόγηση της κατάστασης που έχει προκληθεί, μέσω μιας ουσιαστικής φόρμουλας για την καλύτερη αντιμετώπισή της. Είναι καθήκον της πολιτείας να βρεθεί σε μία πορεία παράλληλης ευθυγράμμισης με τις δυνάμεις κοινωνικής προσφοράς, που άλλοτε ήταν πυλώνες ιδιωτικών υπηρεσιών, με σκοπό την εξάλειψη των κοινωνικών φαινομένων που πρωτόγνωρα αναδύονται ολοένα και περισσότερο.
Σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης, όπως αυτή της «καραντίνας», οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται συνεχώς καθότι τα θύματα περιορίζονται στο σπίτι με τον κακοποιό τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο απότομος περιορισμός από την εργασία, η απομόνωση από την κοινωνική ζωή, αλλά και η ανυπαρξία κοινωνικής στήριξης εντείνουν στην εξουσία των δραστών και στη χειραγώγηση των θυμάτων τους.
Είναι γεγονός ότι τα άτομα που τίθενται αντιμέτωπα με ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας κυριεύονται από εκκολαπτόμενα αισθήματα θλίψης, άγχους, φόβου, θυμού και απόρριψης. Συνεπώς, πρέπον θα ήταν να προβούν σε μια κατ’ ιδίαν διαδικασία εσωτερικού αναστοχασμού και αυτοκριτικής, κατά την οποία θα προσδιορίσουν την κατάσταση που βιώνουν ούτως ώστε να ζητήσουν βοήθεια από τα αρμόδια πρόσωπα κρατικής μέριμνας και φροντίδας. Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να υπάρχει και η αντίστοιχη βοήθεια από το κράτος, μέσω παροχής δωρεάν ειδικής διαδικτυακής συμβουλευτικής αρωγής στα πλαίσια ενός προγράμματος θεραπευτικού προσανατολισμού για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές.
Ελπιδοφόρο θα ήταν όπως, μέσω μιας συστραύτευσης του κράτους, επιτευχθεί ένα νέο κοινωνικό γίγνεσθαι, αποτρέποντας την ενδοοικογενειακή βία, η οποία παρουσιάζει αυξητική τάση.
Τόσο η πολιτεία όσο και οι ιδιωτικές υπηρεσίες κοινωνικής προσφοράς, εάν καταφέρουν να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας προς όφελος μιας επιτυχούς κοινωνικοοικονομικής ψυχικής δομής, τότε ίσως αυτό αποτελέσει ένα ιστορικό επίτευγμα.
Αυτή τη δύσκολη περίοδο, που οι άνθρωποι είναι περιορισμένοι στα σπίτια τους και η ελευθερία ως υπέρτατο αγαθό βάλλεται ανορθόδοξα από έναν αόρατο εχθρό, είναι καθήκον της πολιτείας να διαφυλάξει ασφαλείς και αδιαφιλονίκητες συνθήκες οικογενειακής θαλπωρής.
Άλλωστε, οι πολιτικές δομές των θεσμών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα κύτταρα της κοινωνίας και προς τούτο η πολιτεία καλείται να οικοδομήσει ορθή παιδεία και να προστατεύσει τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου από κινδύνους που ελλοχεύουν.